μανιώδεα

μανιώδεα
μανιώδης
like madness
neut nom/voc/acc pl (epic ionic)
μανιώδης
like madness
masc/fem acc sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μανιώδης — ες (AM μανιώδης, ῶδες) [μανία] 1. αυτός που κατέχεται από μανία, παράφρων, τρελός, μανιακός («μανιώδης συμπεριφορά») νεοελλ. αυτός που αρέσκεται υπερβολικά σε κάτι, αυτός που αγαπά κάτι με μανία («είναι μανιώδης καπνιστής») νεοελλ. μσν. 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”